καταχλευάζω

καταχλευάζω
καταχλευάζω (AM)
(επιτ. τ. τού χλευάζω) καταγελώ, χλευάζω υπερβολικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταχλευάζω — scoff pres subj act 1st sg καταχλευάζω scoff pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχλευαζόμενον — καταχλευάζω scoff pres part mp masc acc sg καταχλευάζω scoff pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχλευάζει — καταχλευάζω scoff pres ind mp 2nd sg καταχλευάζω scoff pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχλευάζουσι — καταχλευάζω scoff pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταχλευάζω scoff pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχλευαζέτω — καταχλευάζω scoff pres imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχλευασθεῖσα — καταχλευάζω scoff aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχλευάζειν — καταχλευάζω scoff pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχλευάζεσθαι — καταχλευάζω scoff pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχλευάζοιτο — καταχλευάζω scoff pres opt mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχλευάζοντας — καταχλευάζω scoff pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”